- σιγοντάρω
- βλ. σεγκοντάρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιγοντάρω — σιγοντάρω, σιγοντάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιγοντάρω — και σιγουντάρω Ν βλ. σε(γ)κοντάρω … Dictionary of Greek
σεγκοντάρω — και σεκοντάρω και σιγοντάρω Ν 1. κάνω τη δεύτερη φωνή κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού, κάνω σεγκόντο 2. συνεκδ. βοηθώ, υποστηρίζω κάποιον σε μια άποψη ή ενέργειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. secondare (βλ. λ. σεγκόντο)] … Dictionary of Greek
ακομπανιάρω — (λ. ιταλ.) 1. συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή τραγουδιστή: Το μόνο που έκανε εκείνος είναι ότι ακομπάνιαρε. 2. ενισχύω τη γνώμη κάποιου, σιγοντάρω: Δεν παρέλειπες και συ να ακομπανιάρεις σε όσα έλεγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεγκοντάρω — και σιγοντάρω (λ. ιταλ.), υποστηρίζω, υποβοηθώ: Τον σιγοντάρουν κι άλλοι σ αυτό το έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)